- κυκλάς
- κυκλάς, -άδος, ἡ (Α) [κύκλος]1. (για την ώρα) αυτή που επανέρχεται κυκλικά2. αυτή που περικυκλώνει κάτι3. αυτή που περιβάλλεται από κάτι4. μέρος αρδευτικής μηχανής5. ως ουσ. είδος γυναικείου ενδύματος με κράσπεδο6. φρ. «κυκλάς νοῡσος» νόσος που διαρκεί για πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.